4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Ταξίδι πάνω σε μία _φούσκα_


σε μία _φούσκα_

Πειραιάς, Μήλος: Με το πλοίο της γραμμής θέλετε 5 έως
8 ώρες, με το αεροπλάνο θεωρητικά μία, μ_ ένα
ιστιοπλοϊκό μπορεί και μία βδομάδα... Με μία
_φουσκωτή_ βάρκα, η απόσταση των 85 ν. μιλίων
καλύπτεται σε 3 ώρες...

Του Σ. Κάγκα
Διαφάνειες: M. Κωνσταντάτος

AN MOY ΕΛΕΓΑΝ δύο χρόνια πριν ότι _καβάλα_ σε μία σαμπρέλα θα
μπορούσες να ταξιδεύεις με τις ώρες μισοπέλαγα, καλύπτοντας
αποστάσεις γρήγορα, πηγαίνοντας από νησί σε νησί μέσα σε λίγα
λεπτά της ώρας, αδιαφορώντας στην ουσία για το δελτίο καιρού,
θα έλεγα ότι απλώς πρόκειται για μια τρέλα.
Σήμερα, ύστερα από ένα τριήμερο που πέρασα στο Αιγαίο,
γράφοντας στο μιλιόμετρο ενός πεντάμετρου Gommonautica
περισσότερα από 200 μίλια, αδιαφορώντας όντως για την πνοή του
αγέρα πάνω από το κυκλαδίτικο νησιωτικό σύμπλεγμα, θα
απαντούσα και πάλι, ναι, πρόκειται σαφώς για _τρέλα_, αλλά τι
τρέλα!
Τα φουσκωτά έχουν πλησιάσει πολύ στο να γίνουν μόδα τα
τελευταία χρόνια, μια μόδα πολυδάπανη, που απαιτεί γνώσεις και
μεράκι αλλά που αποζημιώνει και με το παραπάνω όσους
αποφασίσουν να ασχοληθούν σοβαρά. Δεν είναι λίγο να διαπλέεις
όλο το Αιγαίο πάνω σε μια πολυεστερική κατασκευή ζωσμένη μ_
ένα μπαλόνι, δεν είναι όμως δα και κάτι τρομερό. Σίγουρα από
την άλλη είναι άκρως διασκεδαστικό, προσφέροντας εμπειρίες και
γνώση που δύσκολα αποκτάς με οποιοδήποτε άλλο πλωτό μέσο.
Με δύο τέτοια φουσκωτά λοιπόν ιταλικής κατασκευής και
προέλευσης, ένα BAT Falcon 5.17 και ένα Gommonautica G48,
πέντε άνθρωποι πήγαμε και ήλθαμε από το Καλαμάκι στη Μήλο,
επιστρέφοντας μέσω Σερίφου, Κύθνου και Τζιάς.
Αμφότερα τα _σκαφάκια_ ήταν εξοπλισμένα με τρικύλινδρες,
δίχρονες, εξωλέμβιες Γιαμάχα 90 ίππων, μηχανές κατά γενική
ομολογία αξιόπιστες με καλή απόδοση και ικανές να σε
ταξιδέψουν παντού.
Κανένα από τα δύο δεν είχε σταθερό ρεζερβουάρ βενζίνης, αλλά
μεταφερόμενα εύκαμπτα, το κυριότερο προσόν των οποίων είναι
από τη μία η απόλυτη απουσία αναθυμιάσεων και από την άλλη η
δυνατότητα μεταφοράς τους στα βενζινάδικα των νησιών, τα οποία
ποτέ σχεδόν δε βρίσκονται δίπλα στην παραλία.
Με μέση κατανάλωση ένα περίπου λίτρο για κάθε μίλι, η κάθε μία
από τις βάρκες χρειάστηκε σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού 200
περίπου λίτρα βενζίνης ήτοι 80.000 δρχ. συνολικά, ποσό που
είναι βέβαια υψηλό και στο οποίο θα πρέπει να προστεθούν
επιπλέον άλλες 3.000-4.000 δρχ. για λάδι.
Οι εξωλέμβιες είναι δίχρονες βλέπετε.
O τρόπος με τον οποίο ταξιδεύει ένα φουσκωτό με πολυεστερική
γάστρα, εξαρτάται κατά βάση από τρία πράγματα: από τη σχεδίαση
κατ_ αρχάς της γάστρας, από την τοποθέτηση του κινητήρα και
την ιπποδύναμή του και από την προπέλα ή πιο σωστά τη διάμετρό
της.
Όσο πιο βαθιά είναι το V της γάστρας, τόσο καλύτερα ταξιδεύει
η βάρκα όταν ο καιρός αγριέψει, αλλά και τόσο μεγαλύτερη
μηχανή χρειάζεται για να υπερνικήσει την αντίσταση του νερού
(καθώς η γάστρα βυθίζεται βαθιά), ενώ και η... τελική ταχύτητα
όταν ο καιρός είναι _κάλμα_ δεν είναι αυτή που έχει ένα
σκαφάκι με ρηχή γάστρα, έστω κι αν αυτό το δεύτερο έχει
μικρότερη μηχανή στον καθρέφτη του.
Πολύ γενικά και πολύ θεωρητικά αυτά, αλλά ούτως ή άλλως το
ταξίδι με τη σχετική _ταλαιπωρία_ είναι γεγονός και για τους
δύο τύπους.
Επί της ουσίας, εκείνο που διαπιστώνεις (μερικές φορές με
επώδυνο για τη μέση σου τρόπο) όταν βάλεις στο _ωρόμετρο_ της
μηχανής κάποιες ώρες, είναι το γεγονός ότι η θάλασσα έχει...
λακκούβες, ανηφόρες, κατηφόρες και μονοπάτια τα οποία πρέπει
να μάθεις να τα ξεχωρίζεις και να τα ακολουθείς.
H γαλάζια μάζα που απλώνεται στην πλώρη σου μπορεί να σου
δίνει την εντύπωση ότι είναι μια απέραντη ευθεία, στην
πραγματικότητα όμως κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει.
Μέσα σ_ ένα φουσκωτό σκάφος που έχει τη δυνατότητα να
ταξιδεύει με δύναμη 4 μποφόρ με 30 ή 35 μίλια, η δυσκολία
είναι να κρατάς μια πορεία η οποία θα σε φέρνει μόνιμα στην
κορυφή των κυμάτων. Αλλιώς, το μετανιώνεις...
Όσοι κάνουν εντούρο ή μοτοκρός ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνει να
ισορροπείς όρθιος, να _δουλεύεις_ χέρια και πόδια σαν
αμορτισέρ, χαράσσοντας ταυτόχρονα πορεία ανάμεσα στις
αφρισμένες κορυφές των _κοντών_ κυμάτων που συνήθως έχει το
Αιγαίο.
Αυτό εκτός των άλλων σημαίνει ότι το _τιμόνεμα_ ενός φουσκωτού
αποτελεί μια πρώτης τάξεως_ γυμναστική για σας και την παρέα
που σας ακολουθεί.

Μύθοι και πραγματικότητα
Ταξιδεύοντας σε ευθεία πορεία (155ψ) από το Καλαμάκι για την
είσοδο του κλειστού κόλπου στον Αδάμαντα της Μήλου, είχαμε
πολλές φορές την ευκαιρία να θαυμάσουμε πραγματικά τον τρόπο
με τον οποίο αυτές οι κατασκευές με ίσαλο μόλις πάνω από τα 4
μέτρα, κατάφερναν να δαμάζουν το κύμα και να καλύπτουν γρήγορα
και με ασφάλεια αποστάσεις.
Και ίσως εδώ είναι σκόπιμο -ιδίως αν στις παραπάνω γραμμές
καταφέραμε να σας τρομάξουμε λίγο- να διαλύσουμε ορισμένους
μύθους που επικρατούν στο ευρύ κοινό γι_ αυτού του είδους τη
ναυτική διασκέδαση.
Θεωρώντας καταρχήν ότι οι αναγνώστες του περιοδικού είναι λίγο
ή περισσότερο γνώστες του αυτοκινήτου, άρα έχουν συνηθίσει σε
ορισμένα δεδομένα γύρω από τα σύγχρονα αυτοκίνητα, το πρώτο
που πρέπει να τονίσουμε είναι:
ϊ Ξεχάστε ό,τι ξέρατε και ό,τι θεωρούσατε δεδομένο.
Σε αντίθεση με την αυτοκινητοβιομηχανία, η παγκόσμια
βιομηχανία φουσκωτών (αλλά και των άλλων πολυεστερικών
κατασκευών για τη θάλασσα) δε βασίζεται στην τυποποιημένη εν
σειρά μαζική παραγωγή.
Οι περισσότερες μονάδες είναι μικρές βιοτεχνίες και αυτό
σημαίνει κατά βάση δύο πράγματα: αυξημένο κόστος και διαφορά
ακόμη και σε βάρκες του ίδιου τύπου.
ϊ H προσωπική δουλειά του ιδιοκτήτη και οι μετατροπές που ο
ίδιος θα θελήσει να κάνει θεωρούνται πράγματα αυτονόητα. Αυτό
σημαίνει και προσωπική εργασία και παραπάνω κόστος από την
αρχική τιμή αγοράς.
ϊ Αν η βάρκα είναι το μισό της αγοράς, η εξωλέμβιος είναι το
άλλο μισό τουλάχιστον για ένα φουσκωτό ως και 5 μέτρων. O
τρόπος δε τοποθέτησης παίζει καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα
της πλεύσης, την οικονομία καυσίμου και την ταχύτητα.
ϊ Στη θάλασσα ισχύει το αξίωμα: ό,τι δεν είναι σταθερά
τοποθετημένο κάποια στιγμή θα φύγει από τη θέση του ή θα
σπάσει. Αυτό σημαίνει ότι κονσόλες, καθίσματα, τιμονιέρες και
διάφορα άλλα παρελκόμενα πάνω στο ντεκ πρέπει να είναι άριστα
στερεωμένα.
ϊ Το μισό της αξιοπλοΪας, σ_ ένα φουσκωτό, εξαρτάται από την
καλή λειτουργία της εξωλέμβιας και το άλλο μισό από την
ηλεκτρική εγκατάσταση. Εδώ δεν υπάρχουν περιθώρια για πρόχειρη
δουλειά.
ϊ Τα φουσκωτά, ιδίως τα μεγαλύτερα από 5 μέτρα, είναι παντός
καιρού, με την προϋπόθεση ότι παντός καιρού είναι και ο
_καπετάνιος_. Ένα 6άμετρο ή και μεγαλύτερο φουσκωτό είναι
ιδανικό για πλεύση και ταξίδια με όλους τους καιρούς,
μεταφέρεται όμως δύσκολα στο τρέιλερ, είναι βαρύ, και γενικώς
απευθύνεται σε αποφασισμένους.
ϊ Όλα τα φουσκωτά _χτυπάνε_ στον καιρό. Με τη λέξη χτύπημα δεν
εννοούμε το ξερό _γκαπ_ και τον έντονο κραδασμό που
μεταφέρεται στη... μέση των επιβαινόντων, αν ο καιρός είναι
άγριος, το κύμα άτσαλο, η γάστρα δεν κάνει καλά τη δουλειά
της, η βάρκα είναι λάθος φορτωμένη, ή απλά ο καπετάνιος
άπειρος.
ϊ Όλα τα φουσκωτά είναι ασφαλή και πρακτικά αβύθιστα. Το
μπαλόνι που τα _περιτριγυρίζει_, λειτουργεί στην ουσία σαν...
σωσίβιο εμποδίζοντας κατά περίπτωση, την πλώρη να _καρφώσει_
σε κάποιο κύμα πλημμυρίζοντας τη βάρκα νερά, μειώνει τις
κλίσεις στις στροφές, εμποδίζει (όχι πάντα) το σπρέι να
καταβρέξει τους επιβαίνοντες, διευκολύνει το πλανάρισμα,
εμποδίζει τις... σούζες...
ϊ Και τα φουσκωτά, όπως όλα τα πλεούμενα, ταξιδεύουν καλύτερα
όταν έχουν τον καιρό πίσω τους, αν και μερικά off-shore όπως
λέγονται είναι σχεδιασμένα έτσι, ώστε να αγνοούν από πού
έρχεται το κύμα. Εδώ όμως υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες
που δεν είναι της στιγμής...
ϊ Ένα πρόβλημα με το οποίο πρέπει να μάθετε να συμβιώνετε,
είναι οι λεγόμενες _γλίστρες_. Οι ειδικές δηλαδή ράμπες σε
επιλεγμένα σημεία που επιτρέπουν στο τρέιλερ να μπει στο νερό
και να αφήσει στη θάλασσα τη βάρκα. Γλίστρες καλά φτιαγμένες
υπάρχουν ελάχιστες σε όλη την Αττική, μερικές είναι κλειστές
για λόγους που έχουν να κάνουν με τη στενοκεφαλιά των αρμοδίων
δημάρχων ή κοινοταρχών, ή απλά με τα κακώς εννοούμενα
συμφέροντα των περιοίκων που δε θέλουν να ενοχλούνται.
Θεωρητικά βέβαια το πρόβλημα έχει λυθεί, καθώς έτσι έχει
δηλώσει ο κατεξοχήν αρμόδιος κ. Γ. Κατσιφάρας.